μαμμόθρεφτος

μαμμόθρεφτος
-η, -ο (Α μαμμόθρεπτος, -ον)
αυτός που ανατράφηκε από τη μάμμη, από τη γιαγιά
νεοελλ.
1. αυτός που μεγάλωσε με πολλές περιποιήσεις, καλομαθημένος
2. μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + -θρεφτος (< τρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλιτομάμμας — ( ου), ο (Α) χαζός, μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλίτον + μάμμη] …   Dictionary of Greek

  • καλοσυνηθίζω — 1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό») 2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους 3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφής — ές, ΝΑ αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + τραφής (< τρέφω*), πρβλ. μηρο τραφής] …   Dictionary of Greek

  • συκομάμμας — ὁ, Α ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο μάμμας)] …   Dictionary of Greek

  • τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”